Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νόσφι δέ

См. также в других словарях:

  • νόσφι — και, πριν από φωνήεν, νόσφιν (Α) επίρρ. (ποιητ. τ.) (συν. στον Ομ. και στον Αισχύλ.) 1. (ως τοπ.) μακριά, απομακρυσμένα 2. (ως τροπ.) κατ ιδίαν, παράμερα, κρυφά 3. (σχετικά με πρόσ., αντικείμενα, καταστάσεις ή και ψυχική διάθεση) μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • νόσφι — indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσφ' — νόσφι , νόσφι indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόσφιν — νόσφι indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονόσφι — ἀπονόσφι(ν) (τοπ. επίρρ.) (Α) μακριά από, χωριστά («φίλων ἀπονόσφι όλέσθαι, Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + επίρρ. νόσφι «μακριά, χωρίς»] …   Dictionary of Greek

  • νοσφίδιος — νοσφίδιος, ία, ον (Α) 1. απομακρυσμένος, μακρινός 2. κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + κατάλ. ίδιος (πρβλ. οπισθίδιος: όπισθεν)] …   Dictionary of Greek

  • νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… …   Dictionary of Greek

  • νοσφιδόν — (Μ) επίρρ. κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσφι «μακριά, κρυφά» + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αναφαν δόν, σχε δόν)] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόφι(ν) — οὐρανόφι(ν) (Α) επίρρ. στον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + επιρρμ. κατάλ. φι (πρβλ. νόσφι, πάμφι)] …   Dictionary of Greek

  • υπονόσφιος — ον, Α κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νόσφιος (< επίρρ. νόσφι «μακριά, κρυφά»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»